- εσχάρινθον
- ἐσχάρινθον, τὸ (Α)σπαρτιατικός χορός, πιθ. από το όνομα τού αυλητή που τόν επινόησε.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐσχάρινθον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)